- ροδίτης
- οποικιλία σταφυλιού.
Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого). 2014.
Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого). 2014.
ῥοδίτης — flavoured with roses masc nom sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ροδίτης — Oνομασία 2 οικισμών. 1. Ημιορεινός οικισμός (υψόμ. 390 μ.) του νομού Κοζάνης. Είναι έδρα του ομώνυμου δήμου (17 τ. χλμ.), στον οποίο ανήκει και άλλος ένας μικρότερος οικισμός, τα Κουβούκλια (υψόμ. 395 μ.). 2. Πεδινός οικισμός (υψόμ. 70 μ.), στην… … Dictionary of Greek
Ροδίτης — Oνομασία 2 οικισμών. 1. Ημιορεινός οικισμός (υψόμ. 390 μ.) του νομού Κοζάνης. Είναι έδρα του ομώνυμου δήμου (17 τ. χλμ.), στον οποίο ανήκει και άλλος ένας μικρότερος οικισμός, τα Κουβούκλια (υψόμ. 395 μ.). 2. Πεδινός οικισμός (υψόμ. 70 μ.), στην… … Dictionary of Greek
Ροδίτης — ο θηλ. Ροδίτισσα ο κάτοικος της Ρόδου ή εκείνος που κατάγεται απ αυτή … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
ῥοδίτου — ῥοδίτης flavoured with roses masc gen sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
αμπέλι — Η λέξη σημαίνει κυρίως την έκταση γης όπου καλλιεργείται το φυτό άμπελος η οινοφόρος,το κλήμα, αλλά και το ίδιο το φυτό ή και τις συστάδες του. Το α. ανήκει στην οικογένεια των αμπελιδών (δικοτυλήδονα, τάξη ραμνωδών) και προέρχεται, όπως φαίνεται … Dictionary of Greek
ῥοδίτας — ῥοδίτᾱς , ῥοδίτης flavoured with roses masc acc pl ῥοδίτᾱς , ῥοδίτης flavoured with roses masc nom sg (epic doric aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
So You Think You Can Dance (Greece) — infobox television show name = So You Think You Can Dance caption = rating = format = Interactive reality game show runtime = creator = executive producer = developer = starring = (2007 present) country = filmed = network = Mega Channel first… … Wikipedia
ροδίτικος — η, ο, Ν [ροδίτης] ρόδιος, ροδιακός … Dictionary of Greek
ρόδο — το / ῥόδον, ΝΜΑ και αιολ. τ. βρόδον, Α το άνθος τής ροδής, το τριαντάφυλλο (α. «ο Απρίλης με τα λουλούδια κι ο Μάης με τα ρόδα» β. «φύεται αὐτόματα ρόδα», Ηρόδ. γ. «οὔτε γὰρ ἐκ σκίλλης ῥόδα φύεται οὐδ ὑάκινθος», Θέογν.) νεοελλ. φρ. α) «ρόδο τής… … Dictionary of Greek